- μεταρριπίζω
- μεταρριπίζω (Α)1. ανάβω φλόγα φυσώντας2. παθ. μεταρριπίζομαιμεταφέρομαι, παρασύρομαι από τις ριπές τού αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ῥιπίζω «χτυπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταρριπιζόμενον — μεταρριπίζω fan into flame pres part mp masc acc sg μεταρριπίζω fan into flame pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρριπιζόμενα — μεταρριπίζω fan into flame pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρριπιζόμενος — μεταρριπίζω fan into flame pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρριπίζειν — μεταρριπίζω fan into flame pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρριπίζεσθαι — μεταρριπίζω fan into flame pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρριπίζεται — μεταρριπίζω fan into flame pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταρριπίζοντος — μεταρριπίζω fan into flame pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)